- καθυποζεύγνῡμι
- καθ-υπο-ζεύγνῡμι, unterjochen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθυποζεύγνυμι — (Α) (επιτατ. τού υποζεύγνυμι) 1. βάζω κάτω από τον ζυγό, υποτάσσω 2. μέσ. καθυποζεύγνυμαι υποτάσσομαι ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + υπο ζεύγνυμι «βάζω κάτω από τον ζυγό»] … Dictionary of Greek